Τι είναι τα υπόλοιπα του TARGET;
24 Ιουλίου 2025
Κατά καιρούς ίσως να έχετε διαβάσει ότι ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν μεγάλα χρεωστικά υπόλοιπα (υποχρεώσεις) στο TARGET, ενώ άλλες έχουν μεγάλα πιστωτικά υπόλοιπα (απαιτήσεις). Υπάρχουν όλων των ειδών οι θεωρίες για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Τι είναι όμως ακριβώς αυτά τα υπόλοιπα;
Τι είναι το TARGET;
Το σύστημα TARGET (Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο) συνδυάζει διάφορες υπηρεσίες υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών: το T2 (για τον διακανονισμό πληρωμών), το T2S (για τον διακανονισμό τίτλων) και το TIPS (για τον διακανονισμό άμεσων πληρωμών). Οι κεντρικές και οι εμπορικές τράπεζες χρησιμοποιούν το TARGET για να διακανονίζουν συναλλαγές σε ευρώ και να μεταφέρουν κεφάλαια από τη μια τράπεζα στην άλλη εύκολα και με ασφάλεια, τόσο εντός της κάθε χώρας όσο και διασυνοριακά. Αυτό είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας.
Τόσο οι κεντρικές όσο και οι εμπορικές τράπεζες τηρούν λογαριασμούς στο TARGET.
Μάθετε περισσότερα για το T2 και τις υπηρεσίες TARGET.
Τι είναι τα υπόλοιπα του TARGET;
Σε μια ενοποιημένη αγορά, το χρήμα κινείται συνεχώς, μεταξύ άλλων και διασυνοριακά. Το κάθε ευρώ ξεκινά το ταξίδι του από κάποια χώρα της ζώνης του ευρώ ή από την ΕΚΤ αλλά δεν παραμένει απαραίτητα εκεί.
Η καθαρή ροή κεφαλαίων μεταξύ δύο χωρών (με άλλα λόγια τα συνολικά κεφάλαια που έχουν ληφθεί μείον τα συνολικά κεφάλαια που έχουν αποσταλεί) καταγράφεται στους ισολογισμούς των εθνικών κεντρικών τραπεζών των αντίστοιχων χωρών, ανεξάρτητα από το αν η μεταφορά έχει ξεκινήσει από μια εμπορική τράπεζα ή την κεντρική τράπεζα. Τα υπόλοιπα του TARGET είναι η συσσώρευση με την πάροδο του χρόνου αυτών των ροών. Η ΕΚΤ επίσης αποστέλλει και λαμβάνει κεφάλαια διασυνοριακά κατά την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της, άρα έχει και αυτή το δικό της υπόλοιπο στο TARGET.
Προκειμένου να αποφεύγεται κάθε κεντρική τράπεζα της ζώνης του ευρώ να έχει ξεχωριστό υπόλοιπο έναντι κάθε άλλης κεντρικής τράπεζας της ζώνης του ευρώ και έναντι της ΕΚΤ, στο τέλος κάθε ημέρας όλα τα διμερή υπόλοιπα σε όλες τις Υπηρεσίες TARGET απλοποιούνται σε ένα μόνο ενιαίο υπόλοιπο έναντι της ΕΚΤ.
Εν συντομία, αν οι τράπεζες σε δεδομένη χώρα έχουν αποστείλει περισσότερα κεφάλαια στο πλαίσιο διασυνοριακών συναλλαγών μέσω του TARGET από ό,τι έχουν λάβει μέσω αυτού, η κεντρική τράπεζα αυτής της χώρας θα έχει χρεωστικό υπόλοιπο. Αν οι τράπεζες έχουν λάβει περισσότερα χρήματα από ό,τι έχουν αποστείλει, τότε η κεντρική τράπεζα της εν λόγω χώρας θα έχει πιστωτικό υπόλοιπο. Αν οι πληρωμές που αποστέλλονται ισούνται με τις πληρωμές που λαμβάνονται, τότε το υπόλοιπο του TARGET έναντι αυτής της κεντρικής τράπεζας θα είναι μηδενικό.
Η συσσώρευση με την πάροδο του χρόνου ροών κεφαλαίων μεταξύ των χωρών δημιουργεί πιστωτικά ή χρεωστικά υπόλοιπα στο TARGET, εάν οι καθαρές ροές και προς τις δύο κατευθύνσεις δεν ισούνται.
Γιατί οι τράπεζες αποστέλλουν κεφάλαια σε τράπεζες σε άλλες χώρες;
Οι κεντρικές τράπεζες και οι εμπορικές τράπεζες πραγματοποιούν διασυνοριακές πληρωμές μέσω του TARGET:
για να πληρώσουν αγαθά, υπηρεσίες ή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από άλλη χώρα, είτε για τις ίδιες ή για λογαριασμό των πελατών τους·
για να μεταφέρουν κεφάλαια σε διασυνοριακό επίπεδο για λογαριασμό των πελατών τους (π.χ. εμβάσματα)·
όταν δανείζουν κεφάλαια η μία στην άλλη·
κατά την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής (π.χ. για πράξεις ανοικτής αγοράς, όπως αγορές στοιχείων ενεργητικού που θα μπορούσαν να συνεπάγονται διασυνοριακό διακανονισμό)·
για την πώληση και την αγορά χρηματοοικονομικών τίτλων σε διασυνοριακό επίπεδο.
Γιατί τα πιστωτικά υπόλοιπα στο TARGET αναφέρονται ως απαιτήσεις και τα χρεωστικά υπόλοιπα ως υποχρεώσεις;
Αυτό έχει να κάνει με τη λογιστική και τον ισολογισμό. Για να γίνει λοιπόν κατανοητό, πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο παράγοντες:
- Η ζώνη του ευρώ έχει ένα νόμισμα, αλλά επειδή αποτελείται από πολλές χώρες, δεν υπάρχει μία κεντρική τράπεζα με έναν ισολογισμό για το ευρώ. Αντιθέτως, η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας έχει τον δικό της ισολογισμό.
- Όταν μια κεντρική τράπεζα εκδίδει χρήμα για πρώτη φορά, αυτό καταγράφεται στον ισολογισμό της. Το χρήμα καταγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού (ως κατάθεση), ενώ τα περιουσιακά στοιχεία (ή οι απαιτήσεις) που αντιστοιχούν στο χρήμα που έχει δημιουργηθεί καταγράφονται στο ενεργητικό του ισολογισμού (π.χ. ως δάνειο).
Όταν το χρήμα κινείται μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ μέσω του TARGET, η κεντρική τράπεζα της χώρας που λαμβάνει το χρήμα το καταγράφει στον ισολογισμό της ως μια πρόσθετη υποχρέωση. Όμως, μόνο η υποχρέωση κινείται: το περιουσιακό στοιχείο παραμένει στον ισολογισμό προέλευσης.
Για παράδειγμα, αν τα ευρώ που εκδόθηκαν στην Ιταλία καταλήξουν στη Γερμανία τότε, από τη σκοπιά της λογιστικής, η γερμανική κεντρική τράπεζα έχει μια πρόσθετη υποχρέωση (το χρήμα), ενώ το περιουσιακό στοιχείο παραμένει στην ιταλική κεντρική τράπεζα. Αυτό σημαίνει ότι οι ισολογισμοί δεν είναι πλέον ισοσκελισμένοι: η γερμανική κεντρική τράπεζα πρέπει να προσθέσει ένα εξισωτικό μέγεθος προκειμένου να αποτυπώσει το γεγονός ότι υπάρχουν τώρα περισσότερα ευρώ στον ισολογισμό της από ό,τι είχε δημιουργήσει αρχικά, ενώ η ιταλική κεντρική τράπεζα πρέπει να προσθέσει ένα εξισωτικό μέγεθος προκειμένου να αποτυπώσει το γεγονός ότι έχει λιγότερα ευρώ στον ισολογισμό της από ό,τι είχε δημιουργήσει αρχικά. Αυτό το εξισωτικό μέγεθος – το οποίο αποκαλείται υπόλοιπο του TARGET – είναι μια απαίτηση (ή περιουσιακό στοιχείο) για την Bundesbank και μια υποχρέωση για την Banca d’Italia.
Εννοείται ότι σε μια νομισματική ένωση όπως η δική μας, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των ευρώ που εκδόθηκαν από μια χώρα και των ευρώ που εκδόθηκαν από μια άλλη. Τα ευρώ πρέπει να εκδίδονται σε κάποια χώρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μείνουν σε αυτή. Η ελεύθερη και εύκολη μετακίνηση του νομίσματος από χώρα σε χώρα αποτελεί ουσιώδη πτυχή κάθε νομισματικής ένωσης.
Απαιτήσεις και υποχρεώσεις στο TARGET
Γιατί τα υπόλοιπα του TARGET αυξήθηκαν στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης;
Οι εμπορικές τράπεζες συνήθως δανείζουν χρήματα η μια στην άλλη μέσω της αγοράς χρήματος. Όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, η εμπιστοσύνη εξανεμίστηκε και οι τράπεζες ήταν λιγότερο πρόθυμες να χορηγήσουν δάνεια η μία στην άλλη. Αυτό προκάλεσε αύξηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος. Οι εμπορικές τράπεζες των χωρών που θεωρούνται πιο ευάλωτες επηρεάστηκαν ιδιαίτερα. Όταν τα επιτόκια της αγοράς χρήματος αποκλίνουν από τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, η νομισματική πολιτική γίνεται λιγότερο αποτελεσματική. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ παρενέβησαν για να διασφαλίσουν την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Οι εμπορικές τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να δανειστούν όσο χρήμα χρειάζονταν από την κεντρική τράπεζα έναντι αποδεκτών εξασφαλίσεων. Μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για να αντικατασταθεί η διασυνοριακή χρηματοδότηση μέσω της αγοράς, η οποία είχε εξαντληθεί. Για παράδειγμα, μέρος των χρημάτων των κεντρικών τραπεζών που δανείστηκαν οι εμπορικές τράπεζες σε χώρες που θεωρούνταν πιο ευάλωτες χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή κεφαλαίων που είχαν χορηγήσει οι εμπορικές τράπεζες σε χώρες που θεωρούνται λιγότερο ευάλωτες. Έτσι, από το 2008 έως το 2012, τα υπόλοιπα του TARGET αυξήθηκαν λόγω της μεγάλης ποσότητας χρήματος που είχε δημιουργηθεί και είχε κινηθεί διασυνοριακά σε καθαρή βάση.
Τα υπόλοιπα του TARGET γενικά αυξήθηκαν εκ νέου από το 2015 έως τα τέλη του καλοκαιριού του 2022, αν και για διαφορετικούς λόγους. Αυτό οφειλόταν στις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής που έλαβε η ΕΚΤ, σε συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ.
Υπόλοιπα στο TARGET
(σε δισεκ. ευρώ, πιο πρόσφατη παρατήρηση: Δεκέμβριος 2024)

Πηγή: ΕΚΤ
Τι έκαναν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ από το 2015 που συνέβαλαν στην αύξηση των υπολοίπων του TARGET;
Το 2015 το Διοικητικό Συμβούλιο θέσπισε ένα νέο πρόγραμμα – το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού – στο πλαίσιο μιας δέσμης μέτρων που σχεδιάστηκαν για να στηριχθεί η επάνοδος του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με τον στόχο που έχει θέσει για τον πληθωρισμό, σε μια περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός βρισκόταν επίμονα κάτω από τον στόχο του. Αργότερα, τον Μάρτιο του 2020, μετά την εκδήλωση της πανδημίας COVID-19, η ΕΚΤ θέσπισε το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme - PEPP) για την αντιμετώπιση των κινδύνων αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων, οι κεντρικές τράπεζες σε κάθε χώρα της ζώνης του ευρώ αγόραζαν διάφορα στοιχεία ενεργητικού διασυνοριακά έναντι χρημάτων. Αυτό σήμαινε ότι το συνολικό ποσό χρημάτων αυξήθηκε και πάλι, αυτή τη φορά όμως με πρωτοβουλία του Ευρωσυστήματος (δηλ. της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της ζώνης του ευρώ).
Συχνά τα στοιχεία ενεργητικού που αγοράζει μια κεντρική τράπεζα διακρατούνται από επενδυτές σε άλλη χώρα - συμπεριλαμβανομένων χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ - οι οποίοι κατά κανόνα τηρούν λογαριασμούς σε ένα χρηματοοικονομικό κέντρο της ζώνης του ευρώ, όπως η Φρανκφούρτη, το Λουξεμβούργο ή το Άμστερνταμ.
Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού, η ισπανική κεντρική τράπεζα αγόρασε ομόλογο που διακρατούσε επενδυτής με τραπεζικό λογαριασμό στη Φρανκφούρτη. Προκειμένου να μεταφέρει τα χρήματα στον γερμανικό τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή, η Banco de España θα έπρεπε να πραγματοποιήσει διασυνοριακή μεταφορά μέσω του TARGET. Θα πιστωνόταν ο τραπεζικός λογαριασμός του πωλητή και το πιστωτικό υπόλοιπο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στο TARGET θα κατέγραφε αύξηση, ενώ αύξηση θα σημειωνόταν και στο χρεωστικό υπόλοιπο της Banco de España στο TARGET.
Δεδομένου ότι πολλά περιουσιακά στοιχεία αγοράστηκαν από επενδυτές που τηρούσαν γερμανικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, σημειώθηκε ροή κεφαλαίων προς τη Γερμανία. Τα χρήματα παρέμειναν σε χώρες όπως η Γερμανία επειδή οι αποδόσεις επί άλλων ασφαλών τοποθετήσεων (όπως τα εγχώρια κρατικά ομόλογα) ήταν σχετικά χαμηλές. Λόγω αυτής της συσσώρευσης χρημάτων, το πιστωτικό υπόλοιπο της Deutsche Bundesbank στο TARGET αυξήθηκε. Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν και οι υποχρεώσεις των χωρών που αποστέλλαν χρήματα.
Επιπλέον, και ως απάντηση στην πανδημική κρίση, το Ευρωσύστημα επέκτεινε τη χρηματοδότηση προς τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των ΣΠΠΜΑ III (της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης), γεγονός που αύξησε τη διαθέσιμη ρευστότητα συνολικά, δημιουργώντας έτσι την ευκαιρία για περαιτέρω αύξηση των υπολοίπων του TARGET.
Υπόλοιπα συμμετεχουσών εθνικών κεντρικών τραπεζών στο TARGET
(σε δισεκ. ευρώ, ανεξόφλητα ποσά στο τέλος Δεκεμβρίου 2024)

Πηγή: ΕΚΤ
Άρα, δεν θα πρέπει να μας απασχολεί η αύξηση των υπολοίπων του TARGET;
Τα υπόλοιπα του TARGET μπορεί να αποτελέσουν έναν σημαντικό δείκτη για την κατάσταση της οικονομίας (απεικονίζουν την κατεύθυνση προς την οποία κινούνται τα χρήματα στη ζώνη του ευρώ). Ωστόσο, η συμβολή τους μπορεί να μεταβάλλεται διαχρονικά και, άλλωστε, το βασικό χαρακτηριστικό μιας νομισματικής ένωσης είναι το γεγονός ότι το χρήμα κινείται διασυνοριακά.
Τα υπόλοιπα του TARGET μπορεί επίσης μερικές φορές να σηματοδοτούν την ύπαρξη κάποιου προβλήματος (για παράδειγμα αν σημειώνεται μεγάλη εκροή χρημάτων από μια συγκεκριμένη χώρα γιατί υπάρχουν ανησυχίες για την οικονομική της κατάσταση). Σε μια τέτοια περίπτωση, τα υπόλοιπα του TARGET δεν θα είναι η μοναδική ένδειξη ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Η αύξηση των υπολοίπων του TARGET στις διάφορες χώρες έως τον Αύγουστο του 2022 αποτελούν κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα των μέτρων νομισματικής πολιτικής που σχεδιάστηκαν από την ΕΚΤ για να στηρίξει την επάνοδο του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με τον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου για τον πληθωρισμό και να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Δεν οφείλονται σε χρηματοοικονομικές εντάσεις.
Γιατί τα υπόλοιπα του TARGET άρχισαν να μειώνονται από τα τέλη του καλοκαιριού του 2022;
Το συνολικό υπόλοιπο του TARGET – το άθροισμα όλων των απαιτήσεων ή αντίστοιχα όλων των υποχρεώσεων του TARGET – έφτασε στο υψηλότερό του επίπεδο προς το τέλος Αυγούστου του 2022 σε 1,9 τρισεκ. ευρώ περίπου. Οι πράξεις που συνδέονται με τις ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ άρχισαν να λήγουν από τον Σεπτέμβριο του 2022 και, τον Οκτώβριο του 2022, η ΕΚΤ ανακοίνωσε αναπροσαρμογή των όρων των ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με την ευρύτερη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Αυτή η αναπροσαρμογή οδήγησε σε μεγάλες αποπληρωμές εκ μέρους των τραπεζών, γεγονός που συνέβαλε στη μείωση του επιπέδου της πλεονάζουσας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, οδηγώντας με τη σειρά της σε χαμηλότερα υπόλοιπα του TARGET. Το Ευρωσύστημα τερμάτισε επίσης τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού από τον Ιούλιο του 2023. Σε αντίθεση με τις καθαρές αγορές τίτλων, η λήξη τίτλων που έχουν εκδοθεί από οντότητες εγκατεστημένες στην ίδια χώρα με την εθνική κεντρική τράπεζα που διακρατεί τα ομόλογα δεν συνεπάγεται αμέσως διασυνοριακές συναλλαγές. Για παράδειγμα, η λήξη τίτλων που έχουν εκδοθεί από την εγχώρια κυβέρνηση μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας συνεπάγεται πληρωμές από την εν λόγω κυβέρνηση προς την εθνική κεντρική τράπεζα. Ως εκ τούτου, η μη επανεπένδυση τίτλων κατά τη λήξη τους στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού δεν επηρεάζει άμεσα τα υπόλοιπα του TARGET. Ωστόσο, τα εν λόγω υπόλοιπα μπορεί να επηρεαστούν έμμεσα μέσω της αγοράς νέων ομολόγων που πρέπει να εκδώσουν οι κυβερνήσεις για να χρηματοδοτήσουν πληρωμές εξόφλησης στην περίπτωση μη εγχώριων οντοτήτων. Στο τέλος του 2024 το συνολικό υπόλοιπο του TARGET διαμορφώθηκε σε 1,6 τρισεκ. ευρώ περίπου.